ενάλλαγμα

ενάλλαγμα
το (AM ἐνάλλαγμα)
το αποτέλεσμα τού εναλλάσσω, αυτό που χρησιμοποιείται για να αναπληρώσει άλλο, αυτό που τίθεται αντί για άλλο, το ανταλλακτικό
αρχ.
στον πληθ. τὰ ἐναλλάγματα
αρσενοκοιτίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐνάλλαγμα — change neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”